ἀμφιβόλων

ἀμφιβόλων
ἀμφίβολος
put round
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κεροστίλβη — Ορυκτό, πυριτικό άλας αργιλίου, ασβεστίου, σιδήρου και μαγνησίου. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και ανήκει στην ομάδα των αμφιβόλων. Σχηματίζει μακρόστενους πρισματικούς και ακανόνιστους κόκκους, συνήθως μικρού μεγέθους. Η ονομασία της… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • ακτινόλιθος — Ορυκτό, που κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος και ανήκει στην ομάδα ορυκτών του α. Είναι μεταπυριτικό άλας του μαγνησίου, του ασβεστίου και του σιδήρου. Έχει σκληρότητα 5,5 έως 6 και χρώμα πράσινο σκούρο. Στην ομάδα του α.… …   Dictionary of Greek

  • εδενίτης — ο ορυκτό τής ομάδας τών αμφιβόλων που συγγενεύει με τον ακτινόλιθο …   Dictionary of Greek

  • κουμμιγατονίτης — ο (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό τού σιδήρου και τού μαγνησίου που ανήκει στην ομάδα τών αμφιβόλων και απαντά σε μεταμορφωμένα πετρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cummingtonite (< Cummington, περιοχή τής Μασαχουσέτης) +… …   Dictionary of Greek

  • κροκιδόλιθος — ο (ορυκτ.) γκριζογάλανη ή πράσινη ινώδης μορφή τού ορυκτού ριβεκίτης, τής ομάδας τών αμφιβόλων, αλλ. κυανός αμίαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. crocidolite < γερμ. krokydolith < κροκυδ (< κροκύς) + συνδετικό φωνήεν ο + lith… …   Dictionary of Greek

  • ουραλίτης — ο (ορυκτ.) δευτερογενές πυριτικό ορυκτό πράσινου χρώματος, που ανήκει στην ομάδα τών αμφιβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Uralit (< Ουράλια + κατάλ. it)] …   Dictionary of Greek

  • παράπλασμα — το, ΝΑ νεοελλ. βιολ. το σύνολο τών μη ζώντων εγκλείστων τού πρωτοπλάσματος, αλλ. αλλόπλασμα αρχ. 1. τεμάχιο χρωματισμένου κηρού το οποίο βρίσκεται επικολλημένο στο περιθώριο βιβλίου για επισήμανση αμφίβολων ή σκοτεινών χωρίων τού κειμένου 2.… …   Dictionary of Greek

  • παργασίτης — ο ασβεστούχο ορυκτό τών αμφιβόλων που ανήκει στη σειρά τής κεροστίλβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pargasite < γερμ. Pargasit < Pargas (πόλη τής Φινλανδίας) + κατάλ. it] …   Dictionary of Greek

  • πυροξενόλιθος — ο, Ν (πετρογρ.) πλουτώνιο εκρηξιγενές πέτρωμα, το οποίο αποτελείται κυρίως από αλκαλικούς πυροξένους με συμμετοχή αλκαλικών αμφιβόλων και τιτανιούχων σιδηρομεταλλευμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyroxenolithe < pyroxene (βλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”